- αρχαιόσυλος
- οαυτός που κλέβει αρχαιότητες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -συλος < συλώ (-άω) «λαφυραγωγώ, κλέβω» (πρβλ. ιερόσυλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρχαίος — α, ο (AM ἀρχαῑος, α, ον) 1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν 2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα 3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος νεοελλ. ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι αυτοί… … Dictionary of Greek
αρχαιοσυλία — η η κλοπή έργων της αρχαίας τέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαιόσυλος (πρβλ. ιεροσυλία). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek